ἐπιστρέψει

ἐπιστρέψει
ἐπίστρεψις
turning
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιστρέψεϊ , ἐπίστρεψις
turning
fem dat sg (epic)
ἐπίστρεψις
turning
fem dat sg (attic ionic)
ἐπιστρέφω
turn about
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιστρέφω
turn about
fut ind mid 2nd sg
ἐπιστρέφω
turn about
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • обратитисѧ — ОБРА|ТИТИСѦ (314), ЩОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. 1.Повернуться: и ѡбратисѧ на въстокъ ѿ мене. и ста рѹцѣ въздвигъ. ЧудН XII, 73в; ѥгда къ цр(с)кымъ двьрьмъ приходи(т). обративъсѧ на въстокъ покади(т) кр҃стъмь •г҃•шды. УСт ΧΙΙ/ΧΙΙΙ, 249; бѣ бо раслабленъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… …   Dictionary of Greek

  • δανείζω — (AM δανείζω) [δάνειον] Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τόν δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ») 2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να τό χρησιμοποιήσει προσωρινά και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • προσανακαλούμαι — έομαι, Μ προσκαλώ κάποιον προκειμένου να επιστρέψει πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακαλῶ, οῦμαι «προσκαλώ, καλώ κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”